- δηλητηρίου
- δηλητήριοςnoxiousmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δηλητηρίαση — Παθολογική κατάσταση που προκαλείται από διαλυτές ουσίες, οι οποίες ονομάζονται δηλητήρια και δρουν χημικά στους οργανικούς ιστούς, αλλοιώνοντας τη δομή τους ή διαταράσσοντας τη λειτουργία τους. Η δ. διακρίνεται σε οξεία και σε χρόνια. Η οξεία… … Dictionary of Greek
αίγινος — αἴγινος, η, ον (Α) [αἴξ] 1. ο αιγικός* 2. ως ουσ. ονομασία τού φυτού κώνειο και τού δηλητηρίου που προέρχεται από αυτό … Dictionary of Greek
αντιφάρμακο — το (Α ἀντιφάρμακον) φάρμακο για την εξουδετέρωση δηλητηρίου, αντίδοτο νεοελλ. αυτό που μπορεί να εξουδετερώσει κάποιο κακό … Dictionary of Greek
αφαίμαξη — Αφαίρεση μιας ορισμένης ποσότητας αίματος (συνήθως 200 400 κ. εκ.) για θεραπευτικό σκοπό. Τεχνική γνωστή από τα πρώτα χρόνια της ιατρικής, κατέληξε, με το πέρασμα των αιώνων, να τη συνιστούν, και πολύ συχνά αδικαιολόγητα, στις πιο ποικίλες… … Dictionary of Greek
επίδεση — Η εφαρμογή επιδέσμων ως θεραπευτικό μέσο. Στην αρχαιότητα, η εφαρμογή της ήταν ευρέως διαδεδομένη, ενώ στη σύγχρονη εποχή, η σημασία της έχει περιοριστεί από τη χρήση νέων συντηρητικών και χειρουργικών μέσων θεραπείας. Η τέχνη της ε. αναπτύχθηκε… … Dictionary of Greek
ιοβολία — ἰοβολία, ἡ (Α) [ιοβόλος (II)] η έκχυση δηλητηρίου, ιού … Dictionary of Greek
μάμπα — Κοινή ονομασία δύο ειδών αφρικανικών φιδιών τα οποία ανήκουν στην οικογένεια των ελαπίδων της υπόταξης των οφιδίων της τάξης των λεπιδωτών ερπετών. Το πρώτο είδος (Dendroaspis polylepis) ονομάζεται μαύρο μ., ωστόσο παρά το όνομά του έχει χρώμα… … Dictionary of Greek
μιθριδατισμός — (Ιατρ.). Ο εθισμός του οργανισμού σε μεταλλικές ή οργανικές τοξικές ουσίες, που προκαλείται με τη λήψη μικρών αρχικά δόσεων, οι οποίες σταδιακά αυξάνουν. Ο όρος προέρχεται από το όνομα του βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη, ο οργανισμός του οποίου… … Dictionary of Greek
μονομερίδα — η μικρό δηλητηριώδες φίδι, τού οποίου το δάγκωμα είναι θανατηφόρο, δηλαδή το φίδι μιας μέρας, που η δραστικότητα τού δηλητηρίου του δεν έχει αμβλυνθεί από την επίδραση τών ηλιακών ακτίνων («οχιά και μονομερίδα να σέ φάει»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον… … Dictionary of Greek
οχιά — (vipera). Ονομασία ιοβόλων φιδιών της οικογένειας των εχιδνιδών ή βιπεριδών. Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζονται και μερικά συγγενή γένη, που ζουν στον Παλιό Κόσμο. Οι διαστάσεις των φιδιών αυτών ποικίλλουν, ανάλογα με το είδος, από 70 εκ. έως 2 … Dictionary of Greek